- ευοψία
- (I)εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος]αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος).————————(II)εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι](κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐοψία — εὐοψίᾱ , εὐοψία abundance of fem nom/voc/acc dual εὐοψίᾱ , εὐοψία abundance of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοψίας — εὐοψίᾱς , εὐοψία abundance of fem acc pl εὐοψίᾱς , εὐοψία abundance of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοψίαν — εὐοψίᾱν , εὐοψία abundance of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψωνία — εὐοψωνία, ἡ (Α) εὐοψία (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψωνία «αγορά τροφίμων»] … Dictionary of Greek